κουρκουτιαίνω

κουρκουτιαίνω
κουρκουτιαίνω, κουρκούτιανα, κουρκουτιασμένος βλ. πίν. 44

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουρκουτιάζω — και κουρκουτιαίνω [κουρκούτι] 1. παραζαλίζομαι 2. αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, ξεμωραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτιάζω — κουρκουτιάζω, κουρκούτιασα, κουρκουτιασμένος βλ. πίν. 35 και πρβλ. κουρκουτιαίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”